κρινοστέφανος

κρινοστέφανος
κρινο-στέφανος, mit Lilien gekränzt; die Musen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρινοστέφανος — κρινοστέφανος, ον (Α) στεφανωμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + στέφανος (πρβλ. ελικο στέφανος, κισσο στέφανος)] …   Dictionary of Greek

  • κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”